ορφικός

ορφικός
η , ό[ν] миф относящийся к Орфею

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ορφικός" в других словарях:

  • ορφικός — ή, ό (Α ὀρφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα («ορφικοί ύμνοι») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ορφικοί οπαδοί θρησκευτικής κίνησης η οποία εμφανίσηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και διαδόθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καλλιεργήθηκε όμως… …   Dictionary of Greek

  • ορφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα: Ορφικοί ύμνοι. 2. ως ουσ., ορφικός, ο αρχαίος ποιητής που θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Ορφέα. 3. ως ουσ., ορφικά, τα σύνολο αρχαίων ποιητικών έργων που αποδίδονται στον Ορφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀρφικός — Ὀρφεύς Orpheus masc nom sg Ὀρφικός Orpheus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρφικά — Ὀρφεύς Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφεύς Orpheus fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀρφικός Orpheus neut nom/voc/acc pl Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus fem nom/voc/acc dual Ὀρφικά̱ , Ὀρφικός Orpheus… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρφικῶν — Ὀρφεύς Orpheus fem gen pl Ὀρφεύς Orpheus masc/neut gen pl Ὀρφικός Orpheus fem gen pl Ὀρφικός Orpheus masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρφικόν — Ὀρφεύς Orpheus masc acc sg Ὀρφεύς Orpheus neut nom/voc/acc sg Ὀρφικός Orpheus masc acc sg Ὀρφικός Orpheus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Christianisme ésotérique — Ésotérisme L ésotérisme désigne un ensemble de mouvements et de doctrines relevant d un enseignement caché, souvent accessible par l intermédiaire d une « initiation ». Sommaire 1 Généralités 2 Approches 2.1 Étymologie 2.2 …   Wikipédia en Français

  • Doctrine ésotérique — Ésotérisme L ésotérisme désigne un ensemble de mouvements et de doctrines relevant d un enseignement caché, souvent accessible par l intermédiaire d une « initiation ». Sommaire 1 Généralités 2 Approches 2.1 Étymologie 2.2 …   Wikipédia en Français

  • Enseignement ésotérique — Ésotérisme L ésotérisme désigne un ensemble de mouvements et de doctrines relevant d un enseignement caché, souvent accessible par l intermédiaire d une « initiation ». Sommaire 1 Généralités 2 Approches 2.1 Étymologie 2.2 …   Wikipédia en Français

  • Esoterisme — Ésotérisme L ésotérisme désigne un ensemble de mouvements et de doctrines relevant d un enseignement caché, souvent accessible par l intermédiaire d une « initiation ». Sommaire 1 Généralités 2 Approches 2.1 Étymologie 2.2 …   Wikipédia en Français

  • Esotérisme — Ésotérisme L ésotérisme désigne un ensemble de mouvements et de doctrines relevant d un enseignement caché, souvent accessible par l intermédiaire d une « initiation ». Sommaire 1 Généralités 2 Approches 2.1 Étymologie 2.2 …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»